-
1 тот
тот (та, то, те) εκείνος; \тот (же) самый εκείνος ο ίδιος; та улица εκείνος ο δρόμος; то место εκείνη η θέση; те дома εκείνα τα σπίτια; \тот или другой о ένας ή ο άλλος* * *(та, то, те)тот (же) са́мый — εκείνος ο ίδιος
та у́лица — εκείνος ο δρόμος
то ме́сто — εκείνη η θέση
те дома́ — εκείνα τα σπίτια
тот и́ли друго́й — ο ένας ή ο άλλος
-
2 аутосомы
биол. τα αυτόσωμαόλα τα χρωμ(ατ)οσώματα του κυττάρου (εκτός από εκείνα που καθορίζουν το φύλο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аутосомы
-
3 оный
αντων. δεικτ. αυτός, εκείνος ακριβώς•оный день αυτήν ακριβώς τη μέρα.
|| ο ανωτέρω αναφερόμενος. || (αντων. προσωπική του 3 προσ. και μόνο στις πλάγιες πτ.)• так до отъезда в Москву, так и по возвращении из оной проживал в доме родителей τόσο πριν την αναχώρηση για τη Μόσχα, όσο και μετάτην επιστροφή απ αυτή ζούσε στο σπίτι των γονέων.εκφρ.во время оно; во времена они; в оны дни; в оны годы – εκείνο (αυτόν) τον καιρό εκείνους (αυτούς) τους καιρούς εκείνες (αυτές) τις μέρες εκείνα (αυτά) τα χρόνια. -
4 пройти
пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдяρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•
пройти вперёд περνώ μπροστά.
|| διανύω, διασχίζω, διατρέχω•пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).
|| μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.
|| διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•-шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•
-шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).
|| μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.
2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.
3. πέφτω, ρίχνω•-шёл град έπεσε χαλάζι•
-шёл дождь έβρεξε•
-шёл снег χιόνισε.
|| διαπερνώ, διαποτίζω•чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..
διεξάγομαι, γίνομαι•собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.
|| προχωρώ, προβαίνω•пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.
|| δουλεύω, φτιάχνω•пройти грядку φτιάχνω βραγιά.
4. διέρχομαι, γίνομαι•здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.
5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.6. αλείφω•пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•
пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.
7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.
8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•-шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.
|| τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.
9. εκπληρώνω•военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•
пройти практику περνώ την πρακτική•
пройти курс лечения κάνω θεραπεία.
|| τελειώνω•пройти школу περνώ το σχολείο.
10. μαθαίνω, διδάσκομαι•пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•
пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.
11. σταματώ, παύω•дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.
|| δεν υποφέρω•зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.
εκφρ.пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•это не -дт – αυτό δε θα περάσει.1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.2. χορεύω•пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•
пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.
3. περνώ πάνω σε κάτι.εκφρ.пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές). -
5 Wing
subs.P. and V. πτέρυξ, ἡ, πτερόν, τό.Wing of an army: P. and V. κέρας, τό.Post on the wings: P. ἐκ πλαγίου τάσσειν (Thuc. 7, 6).Wings ( on the stage): P. παρασκήνια, τά (Dem. 520).Flap the wings, v.: Ar. πτερυγίζειν (absol.).Furnish with wings, v. trans.: Ar. and P. πτεροῦν (Plat.).Grow wings, v. intrans.: P. πτεροφυεῖν (Plat.).Take wing: see fly away.Now have past blessings taken wing and flown: V. καὶ νῦν ἐκεῖνα μὲν θανόντʼ ἀνέπτατο (Eur., H. F. 69).I renounce my quarrel with you, let it take wing and go: V. μεθίημι νεῖκος τὸ σὸν· ἴτω δʼ ὑπόπτερον (Eur., Hel. 1236).——————v. trans.Furnish with wings: Ar. and P. πτεροῦν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wing
См. также в других словарях:
ἐκείνα — ἐκείνᾱ , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc/acc dual ἐκείνᾱ , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκείνᾳ — ἐκείνᾱͅ , ἐκεῖνος the person there fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκεῖνα — ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'κείνας — ἐκείνᾱς , ἐκεῖνος the person there fem acc pl ἐκείνᾱς , ἐκεῖνος the person there fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκείνας — ἐκείνᾱς , ἐκεῖνος the person there fem acc pl ἐκείνᾱς , ἐκεῖνος the person there fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκείνας — ἐκείνᾱς , ἐκεῖνος the person there fem acc pl ἐκείνᾱς , ἐκεῖνος the person there fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'κεῖν' — ἐκεῖνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl ἐκεῖνο , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc sg ἐκεῖνε , ἐκεῖνος the person there masc voc sg ἐκεῖναι , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'κεῖνα — ἐκεῖνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκεῖν' — ἐκεῖνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl ἐκεῖνο , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc sg ἐκεῖνε , ἐκεῖνος the person there masc voc sg ἐκεῖναι , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκεῖνα — ἐκεῖνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκεῖν' — ἐκεῖνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl ἐκεῖνο , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc sg ἐκεῖνε , ἐκεῖνος the person there masc voc sg ἐκεῖναι , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)